Πώς να προετοιμάσω το μεγαλύτερο παιδί μου για τον ερχομό του νέου παιδιού;
Επαγγελματίας: Μαριάννα Αντωνακάκη, Ερ. Ψυχολόγος, Παιγνιοθεραπεύτρια, δημιουργός του NowLetsPlay™
Η άφιξη ενός νέου μωρού στην οικογένεια αποτελεί μια βαθιά μεταμορφωτική εμπειρία για το μεγαλύτερο παιδί. Μέσα από συναισθήματα ζήλιας, ανασφάλειας και φόβου απώλειας, το παιδί αναζητά επαναβεβαίωση της θέσης και της αγάπης του. Είναι σημαντικό να δούμε επιστημονικά τεκμηριωμένες στρατηγικές υποστήριξης πριν και μετά τη γέννηση, ενισχύοντας τη συναισθηματική διαθεσιμότητα των γονέων και προάγοντας τη θετική αδελφική σχέση.
ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ
Η γέννηση ενός μωρού αναδιαμορφώνει τη συναισθηματική δυναμική της οικογένειας.
Τα παιδιά αντιδρούν διαφορετικά ανάλογα με την ηλικία και το αναπτυξιακό τους στάδιο.
Η προετοιμασία του παιδιού κατά την εγκυμοσύνη ενισχύει την ασφάλεια και τη συμμετοχικότητα.
Μετά τη γέννηση, είναι κρίσιμη η διατήρηση ισορροπίας στην προσοχή και η συναισθηματική επιβεβαίωση.
Τα αρνητικά συναισθήματα είναι φυσιολογικά και χρειάζονται κατανόηση, όχι διόρθωση.
Οι γονείς χρειάζονται ενίσχυση της ανθεκτικότητας και δικαίωμα στη φροντίδα του εαυτού.
Υπάρχουν ενδείξεις που δείχνουν πότε απαιτείται επαγγελματική παρέμβαση.
Η άφιξη ενός νέου βρέφους σε μια οικογένεια αποτελεί σημαντική μετάβαση όχι μόνο για τους γονείς, αλλά και για τα μεγαλύτερα παιδιά, τα οποία βιώνουν μετατόπιση της σταθερής τους καθημερινότητας. Η ψυχολογία της οικογένειας αντιμετωπίζει αυτή τη φάση ως κρίσιμη περίοδο αναδιοργάνωσης του οικογενειακού συστήματος (Carter & McGoldrick, 1988). Η προσοχή που προηγουμένως ήταν αδιάσπαστα στραμμένη στο μεγαλύτερο παιδί μοιράζεται πλέον, κάτι που ενδέχεται να γεννήσει συναισθήματα ζήλιας, απώλειας, φόβου και θυμού.
Τα παιδιά αντιδρούν με βάση τη συναισθηματική και αναπτυξιακή τους ωριμότητα, αλλά και την ποιότητα της σχέσης τους με τον φροντιστή. Σύμφωνα με τη θεωρία της προσκόλλησης (Bowlby, 1969), κάθε αλλαγή στο «σχήμα ασφαλείας» ενός παιδιού μπορεί να προκαλέσει στρες, καθώς το παιδί αναζητά σταθερότητα, εγγύτητα και προβλεψιμότητα. Όταν ένα νέο μωρό τραβήξει την προσοχή του βασικού φροντιστή, το μεγαλύτερο παιδί ενδέχεται να νιώσει ότι απειλείται η βασική συναισθηματική του θέση. Αυτή η απειλή δεν είναι πάντα συνειδητή· συχνά εκφράζεται μέσα από παλινδρόμηση, σωματικά συμπτώματα ή αλλαγές στη συμπεριφορά.
Στην ουσία, η μετάβαση αυτή ενεργοποιεί μηχανισμούς αναπροσαρμογής, όπου η οικογένεια καλείται να επαναπροσδιορίσει τη συναισθηματική ισορροπία. Το πώς θα υποστηριχθεί το παιδί εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη διαθεσιμότητα των γονέων, την προετοιμασία που έχει προηγηθεί και τη συναισθηματική ωριμότητα του παιδιού. Όπως τονίζει και o Winnicott (1965), "η συναισθηματική παρουσία ενός αρκετά καλού γονέα είναι το θεμέλιο για την ψυχική ανθεκτικότητα του παιδιού."
Η αντίληψη του παιδιού για την άφιξη συνδέεται με τις ηλικιακές διαφορές
Η κατανόηση της άφιξης ενός νέου μωρού επηρεάζεται καθοριστικά από την ηλικία και το στάδιο ανάπτυξης του παιδιού. Κάθε ηλικιακή φάση φέρει τις δικές της γνωστικές, συναισθηματικές και ψυχοκοινωνικές ιδιαιτερότητες, που διαμορφώνουν το πώς το παιδί νοηματοδοτεί την αλλαγή στη δυναμική της οικογένειας.
Παιδιά προσχολικής ηλικίας (2–5 ετών):
Σε αυτό το στάδιο, τα παιδιά βρίσκονται ακόμα στο εγωκεντρικό στάδιο της σκέψης (Piaget, 1952), δηλαδή ερμηνεύουν τον κόσμο με κέντρο τον ίδιο τον εαυτό τους. Συνεπώς, η άφιξη ενός μωρού βιώνεται συχνά ως απειλή, αφού η μαμά και ο μπαμπάς θα «ασχολούνται με κάποιον άλλον» κι αυτό πληγώνει και ματαιώνει τα νηπιάκια μας, καθώς βιώνουν μια αίσθηση προδοσίας. Συχνές είναι οι παλινδρομήσεις, όπως η χρήση πιπίλας, νυχτερινή ενούρηση, άρνηση να φάνε ή να κοιμηθούν μόνοι. Όλα αυτά συνιστούν προσπάθειες του παιδιού να ανακτήσει τη φροντίδα που φοβάται ότι χάνει, καθώς πάντα μια συμπεριφορά εκφράζει τις ανάγκες και τις επιθυμίες του ατόμου που υπάρχουν τόσο σε συνειδητό όσο και σε ασυνείδητο επίπεδο.
Παιδιά σχολικής ηλικίας (6–10 ετών):
Τα παιδιά αυτής της ηλικίας αρχίζουν να κατανοούν πιο αφηρημένες έννοιες, όπως η οικογένεια, οι ρόλοι και η συναισθηματική πολυπλοκότητα. Παρ’ όλα αυτά, το συναίσθημα της ζήλιας ή ο φόβος της παραμέλησης παραμένουν έντονες και παρούσες προκλήσεις. Η διαφορά σε αυτό το στάδιο είναι πως το παιδί μπορεί να εκλογικεύει περισσότερο, παρατηρώντας και καταλήγοντας λόγου χάρη πως «Προφανώς το φροντίζουν γιατί είναι μικρό», αλλά επίσης μπορεί αυτά τα συναισθήματα και οι σκέψεις να καλυφθούν ειδικά σε οικογένειες που δεν επικοινωνούν τα συναισθήματά τους, με αποτέλεσμα η συναισθηματική ένταση να διοχετεύεται μέσω «αθόρυβης» απόσυρσης ή σχολικών προβλημάτων. Σε αυτή την ηλικία, η ανάγκη για δικαιοσύνη και ισότητα είναι έντονη, και αν το παιδί αισθανθεί ότι χάνει τη «θέση» του, μπορεί να αντιδράσει με θυμό ή θλίψη.
Προεφηβεία – Εφηβεία (11+ ετών):
Οι έφηβοι, αγαπούν τα άκρα και σε αυτό υποστηρίζονται κι από τις μεγάλες νευροβιολογικές αλλαγές που ζουν κι έτσι ενδέχεται να νιώσουν υπεύθυνοι ή ακόμα και αδιάφοροι στην αρχή, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν βιώνουν πολύπλοκες εσωτερικές συγκρούσεις. Εάν το οικογενειακό κλίμα μεταβάλλεται δραστικά ή οι ανάγκες του βρέφους μονοπωλούν τη δυναμική, ή είναι ένα μωρό από έναν δεύτερο σύντροφο κι έναν νέο γάμο ή σχέση, ο έφηβος μπορεί να εκφράσει θυμό ή κυνισμό τύπου «δεν σας νοιάζει πια για μένα». Συχνά, αυτά τα παιδιά προσπαθούν να διαπραγματευτούν εκ νέου τη θέση τους στην οικογένεια μέσω αποστασιοποίησης ή έντονης διεκδίκησης ανεξαρτησίας, «εσείς δε με ρωτήσατε ούτε εγώ θα σας ρωτάω».
Η θεωρία του Erikson (1959) περί ψυχοκοινωνικών σταδίων αναδεικνύει τη σημασία της ικανοποίησης βασικών αναπτυξιακών αναγκών σε κάθε ηλικία: εμπιστοσύνη, αυτονομία, πρωτοβουλία, παραγωγικότητα. Όταν η γονεϊκή παρουσία διακόπτεται ή μετατοπίζεται απότομα, αυτές οι ανάγκες κινδυνεύουν να μείνουν ανικανοποίητες, οδηγώντας σε συναισθηματική ανασφάλεια ή ρήξη στο δεσμό. Επομένως, η κατάλληλη επικοινωνία ανάλογα με το ηλικιακό κι αναπτυξιακό στάδιο ενός παιδιού και υποστήριξη είναι καίρια για τη μακροπρόθεσμη προσαρμογή.
Πώς ξεκινάμε
Η περίοδος της εγκυμοσύνης αποτελεί ιδανική ευκαιρία για σταδιακή ψυχοσυναισθηματική προετοιμασία του παιδιού πριν την έλευση του νέου μέλους. Όσο περισσότερο το παιδί συμμετέχει στην «προετοιμασία» του μωρού, τόσο περισσότερο νιώθει συνδεδεμένο, αντί να νιώθει παραγκωνισμένο.
Η ανακοίνωση της εγκυμοσύνης στο παιδί πρέπει να γίνει με τρόπο απλό, ειλικρινή και προσαρμοσμένο στην αναπτυξιακή του ηλικία. Η ανακοίνωση πρέπει να περιλαμβάνει τόσο τη χαρά των γονιών όσο και την κατανόηση ότι αυτό φέρνει αλλαγές για όλους. Σύμφωνα με έρευνες (Dunn et al., 1981), το πώς γίνεται η πρώτη ανακοίνωση σχετίζεται με την πρώτη συναισθηματική αντίδραση του παιδιού.
Π.χ. «Σε λίγους μήνες, θα έχουμε ένα μωρό στο σπίτι. Δεν αλλάζει τίποτα στην αγάπη μας για σένα. Εσύ θα είσαι πάντα ο/η μεγάλος/ή μας.»
Η ενίσχυση της συμμετοχής του μεγαλύτερου παιδιού θα του δώσει μια αίσθηση αξίας, κύρους και αναγνώρισης κι αυτό μπορεί να γίνει με τρόπους όπως: από κοινού επιλογή παιχνιδιών ή ρούχων για το μωρό, επίσκεψη στον γιατρό για τον υπέρηχο εφόσον είναι δυνατόν και θέλει το παιδάκι, ανάγνωση παιδικών βιβλίων που μιλούν για αδελφάκια.
Η θεωρία της συμμετοχικής ταύτισης (Vygotsky, 1978) υποστηρίζει ότι τα παιδιά μαθαίνουν και εντάσσονται σε νέους ρόλους όταν τους δίνεται ουσιαστική και ενεργητική θέση στο νέο πλαίσιο.
Το συμβολικό παιχνίδι είναι, σταθερά μια ισχυρή ψυχοεκπαιδευτική στρατηγική. Μέσα από τη χρήση κούκλας-μωρού, το παιδί μπορεί να εκφράσει φόβους, να εξασκήσει φροντίδα, αλλά και να επεξεργαστεί συναισθήματα που ίσως δεν μπορεί να εκφράσει λεκτικά. Το παιχνίδι λειτουργεί ως γέφυρα από το εσωτερικό βίωμα προς την κατανόηση της εξωτερικής πραγματικότητας (Winnicott, 1971). Επίσης, τα παραμύθια ή τα δημιουργημένα σενάρια από τους γονείς που αξιοποιούν τις δυναμικές αυτής της δικής τους οικογένειας βοηθούν το παιδί να φανταστεί, να ταυτιστεί και να βρει νόημα σε όσα συμβαίνουν.
Και ήρθε το μωρό στο σπίτι…
Η γέννηση του μωρού μετατοπίζει τη ρουτίνα, τη διαθεσιμότητα των γονέων και την οικογενειακή ισορροπία. Για το μεγαλύτερο παιδί, αυτή η περίοδος μπορεί να συνοδεύεται από σύγχυση, απογοήτευση ή παρανόηση της αλλαγής. Οι στρατηγικές που εφαρμόζονται από τις πρώτες μέρες είναι κρίσιμες για την ομαλή συναισθηματική προσαρμογή, καθώς η αρχή είναι το ήμισυ του παντός.
Το μωρό τραβά δικαιολογημένα μεγάλο μέρος της προσοχής, αλλά το μεγαλύτερο παιδί μπορεί να νιώσει «αόρατο». Ακόμη και φράσεις του τύπου «ε αφού εσύ είσαι μεγάλος τώρα» συχνά λειτουργούν αποσταθεροποιητικά, διότι προωθούν απότομα μια αλλαγή ρόλου χωρίς συναισθηματική υποστήριξη ενώ ξεχνάμε πως μεγαλύτερος δε θα πει ενήλικας.
Η θεωρία της συναισθηματικής επικύρωσης (Linehan, 1993) τονίζει τη σημασία του να αναγνωρίζουμε τα συναισθήματα χωρίς απαξίωση, κάνοντας ένα γνήσιο και αυθεντικό καθρέφτισμα του παιδιού και εκπαιδεύοντας έτσι έμπρακτα τη συναισθηματική του ευφυία «Ξέρω ότι σου λείπει ο χρόνος που παίζαμε μόνοι μας. Εγώ θα είμαι πάλι κοντά σου και θα κάνουμε καινούρια παιχνίδια μαζί.»
Το να «βοηθήσει» το παιδί δεν σημαίνει να πάρει υπευθυνότητες που δεν είναι έτοιμο να αναλάβει, αλλά να του δοθούν συμβολικοί ρόλοι με συναισθηματική αξία. Π.χ. Να τραγουδήσει στο μωρό, να του διαλέξει ρούχα, να το «συστήσει» στους φίλους του, καθώς έτσι διατηρείται η ψυχολογική του θέση με σεβασμό και νιώθει σημαντικό.
Έστω και 10 λεπτά ημερησίως απόλυτης, αδιάσπαστης προσοχής, όπου ο γονιός ασχολείται αποκλειστικά με το μεγαλύτερο παιδί, έχει αποδεδειγμένη επίδραση στην αίσθηση ασφάλειας και σύνδεσης (Pruett et al., 2017). Το λεγόμενο «special time» που έχουμε ακριβώς έτσι και στην παιγνιοθεραπεία, ενισχύει τον δεσμό και μειώνει την αίσθηση απώλειας. Είναι, επίσης σημαντικό να επαναλαμβάνεται η αδιαπραγμάτευτη αξία του παιδιού με λόγια και πράξεις: «Δεν υπάρχει κανείς σαν εσένα. Εσύ είσαι αυτός που με έκανε μαμά/μπαμπά.» Η αγάπη δεν μοιράζεται σε κομμάτια πολλαπλασιάζεται, σε αγαπώ πιο μετά κι από κει που τελειώνουν οι αριθμοί. Αυτή η φράση δεν είναι απλώς καθησυχαστική, είναι νευροβιολογικά χρήσιμη γιατί ενεργοποιεί το σύστημα σύνδεσης και ρυθμίζει το στρες.
Η νέα ισορροπία στο γονέα
Η έλευση ενός νέου μέλους στην οικογένεια δεν είναι δοκιμασία μόνο για τα παιδιά αλλά και για τους ίδιους τους γονείς, οι οποίοι καλούνται να επανατοποθετηθούν συναισθηματικά, λειτουργικά και ρόλικά. Η μετάβαση αυτή φέρνει κόπωση, ψυχική καταπόνηση και συχνά ενοχές για το αν προσφέρουν εξίσου αγάπη και φροντίδα και στα δύο (ή περισσότερα) παιδιά, αλλά και καυγάδες κι εντάσεις στο ζευγάρι.
Σύμφωνα με τις έρευνες των Biringen et al. (2000), η συναισθηματική διαθεσιμότητα του γονέα, η ικανότητα να είναι "εκεί", συναισθηματικά διαθέσιμος, ακόμη και σε στιγμές κόπωσης, είναι πιο σημαντική από την "τέλεια" διαχείριση ή τις ποσοτικές ώρες. Το παιδί ρυθμίζει τον εσωτερικό του κόσμο μέσω της ρύθμισης του ενήλικα. Η θεωρία της συν-ρύθμισης τονίζει ότι τα παιδιά μαθαίνουν να διαχειρίζονται τα δικά τους συναισθήματα μέσα από τον συναισθηματικό καθρέφτη που τους παρέχει ο φροντιστής (Tronick, 2007).
Η οικογένεια αποκτά νέα "λειτουργική ταυτότητα", και η αναδόμηση της ρουτίνας (πρωινό, ύπνος, δραστηριότητες) μπορεί να είναι πηγή σταθερότητας. Οι γονείς χρειάζεται να αποδεχτούν ότι η τελειότητα δεν είναι στόχος. Η έννοια του «αρκετά καλού γονέα» (Winnicott, 1965) λειτουργεί εδώ ως προστατευτικό πλαίσιο: η επάρκεια προκύπτει από τη συνεχή παρουσία και από την ικανότητα επανόρθωσης όταν γίνονται λάθη.
Πολλοί γονείς νιώθουν πως "προδίδουν" το πρώτο τους παιδί όταν αφιερώνουν χρόνο στο μωρό. Άλλοι παλεύουν με την πίεση να φανούν "ίδιοι" προς όλα τα παιδιά. Η αλήθεια είναι ότι τα παιδιά δεν χρειάζονται ίση μεταχείριση, αλλά δίκαιη: αυτό σημαίνει να δίνουμε στον καθένα αυτό που έχει ανάγκη. Οι γονείς χρειάζεται να είναι επιεικείς με τον εαυτό τους, να αναγνωρίζουν τις εσωτερικές τους συγκρούσεις και, όπου χρειάζεται, να ζητούν στήριξη από τον/την σύντροφο, την κοινότητα ή και επαγγελματίες.
Η γονεϊκή ανθεκτικότητα σχετίζεται άμεσα με τη φροντίδα του εαυτού (ύπνος, διατροφή, σωματική κίνηση), την ύπαρξη δικτύου υποστήριξης (οικογένεια, φίλοι, θεραπευτής),αλλά και την ψυχοεκπαίδευση γύρω από την ανάπτυξη των παιδιών και τη δυναμική των αδελφικών σχέσεων.
Όπως υποστηρίζει και η Froma Walsh (2006), «οι ανθεκτικές οικογένειες δεν είναι αυτές που δεν δυσκολεύονται, αλλά εκείνες που συνεχώς προσαρμόζονται και επανασυνδέονται».
ΛΕΞΕΙΣ ΚΛΕΙΔΙΑ
#ΝέοΜωρό #Αδέλφια #Ζήλια #ΠροετοιμασίαΠαιδιού #ΓονεϊκήΑνθεκτικότητα #ΨυχολογίαΠαιδιού #Παιδοψυχολογία #ΣυναισθηματικήΔιαθεσιμότητα #ΑδελφικήΣχέση #ΣυνΡύθμιση #ΟικογενειακήΜετάβαση #Παλινδρόμηση #ΑρκετάΚαλόςΓονέας #ΕνσυνείδητηΓονεϊκότητα #ΠαιδικήΑνάπτυξη
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Biringen, Z., Robinson, J. L., & Emde, R. N. (2000). Emotional availability: Conceptualization and research findings. American Journal of Orthopsychiatry, 70(1), 104–114. https://doi.org/10.1037/h0087711 2. Bowlby, J. (1969). Attachment and loss: Vol. 1. Attachment. New York: Basic Books. 3. Carter, B., & McGoldrick, M. (1988). The changing family life cycle: A framework for family therapy. Boston: Allyn & Bacon. 4. Dunn, J., Kendrick, C., & MacNamee, R. (1981). The reaction of first-born children to the birth of a sibling: Changes in patterns of interaction. Journal of Child Psychology and Psychiatry, 22(1), 1–18. https://doi.org/10.1111/j.1469-7610.1981.tb00527.x 5. Erikson, E. H. (1959). Identity and the life cycle. New York: International Universities Press. 6. Fonagy, P., Gergely, G., Jurist, E., & Target, M. (2002). Affect regulation, mentalization, and the development of the self. New York: Other Press. 7. Linehan, M. M. (1993). Cognitive-behavioral treatment of borderline personality disorder. New York: Guilford Press. 8. Mahler, M. S., Pine, F., & Bergman, A. (1975). The psychological birth of the human infant: Symbiosis and individuation. New York: Basic Books. 9. Piaget, J. (1952). The origins of intelligence in children (M. Cook, Trans.). New York: International Universities Press. (Original work published 1936). 10. Pruett, K., Pruett, M. K., Cowan, C. P., & Cowan, P. A. (2017). Enhancing father involvement in low‐income families: A couples group approach to preventive intervention. Child Development, 88(2), 398–407. https://doi.org/10.1111/cdev.12744 11. Tronick, E. Z. (2007). The neurobehavioral and social-emotional development of infants and children. New York: Norton. 12. Vygotsky, L. S. (1978). Mind in society: The development of higher psychological processes. Cambridge, MA: Harvard University Press. 13. Walsh, F. (2006). Strengthening family resilience (2nd ed.). New York: Guilford Press. 14. Winnicott, D. W. (1965). The maturational processes and the facilitating environment: Studies in the theory of emotional development. London: Hogarth Press. 15. Winnicott, D. W. (1971). Playing and reality. London: Tavistock.
ΔΙΑΒΑΣΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ Οι ειδικοί συμβουλεύουν
Ελάτε στην παρέα μας και βρείτε: